επικαταλλαγή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- επικαταλλαγή < ελληνιστική κοινή ἐπικαταλλαγή < αρχαία ελληνική ἐπικαταλλάσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επικαταλλαγή θηλυκό
- (οικονομία) η αμοιβή ανταλλακτηρίου νομισμάτων
- (οικονομία) η διαφορά πραγματικής και αναγραφόμενης / επίσημης τιμής και αξίας νομισμάτων