Ετυμολογία

επεξεργασία
agio < ιταλική aggio < (ίσως) μεσαιωνική ελληνική ἀλλάγιον[1] < αρχαία ελληνική ἀλλάσσω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈæ.dʒoʊ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

agio (en)

  Αναφορές

επεξεργασία
  • agio - Oxford Learner's Dictionaries
  • agio - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
agio < (άμεσο δάνειο) παλαιά οξιτανική aize < λατινική adiacentia < adiacens, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος adiaceo < ad + iaceo

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.d͡ʒo/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

agio (it)

Παράγωγα

επεξεργασία