↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀλλάγιον τὰ ἀλλάγι
      γενική τοῦ ἀλλαγίου τῶν ἀλλαγίων
      δοτική τῷ ἀλλαγί τοῖς ἀλλαγίοις
    αιτιατική τὸ ἀλλάγιον τὰ ἀλλάγι
     κλητική ! ἀλλάγιον ἀλλάγι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀλλαγίω
γεν-δοτ τοῖν  ἀλλαγίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀλλάγιον < αρχαία ελληνική ἀλλαγή < ἀλλάσσω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀλλάγιον ουδέτερο

  1. (στρατιωτικός όρος)το αλλάγιο, στρατιωτική μονάδα από 50 έως 400 άνδρες
    ※  Καὶ ἔχω εἰς πληροφορίαν τὸ πρῶτον τους ἀλλάγι, τοὺς Ἀλλαμάνους ἔχουσιν νὰ ἔλθουν νὰ πολεμὴσουν
  2. (στρατιωτικός όρος) τάγμα ιππικού
    ※  Καὶ ὅσον διεχώρισεν ὅλα του τὰ ἀλλάγια, εἴκοσι ἑφτὰ εὑρέθησαν ἀλλάγια καβαλλάροι ( Χρονικό του Μωρέως)
  3. ανταλλαγή αιχμαλώτων ή απελευθέρωση ομήρων
  4. (πτηνό) είδος πουλιών
  5. (ενδυμασία) φορεσιά, αλλαξιά

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία