Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλλάγιο < μεσαιωνική ελληνική ἀλλάγιον και ἀλλάγιν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλλάγιο ουδέτερο ( & αλλάγιον)

  • στρατιωτική μονάδα (και τάγμα ιππικού) του βυζαντινού στρατού, η πρώτη με 50 έως 400 άνδρες

  Μεταφράσεις επεξεργασία