εξαλλαγή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξαλλαγή < αρχαία ελληνική ἐξαλλαγή < ἐξαλλάσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξαλλαγή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξαλλάσσω, η ριζική μεταβολή και αλλαγή
- (ειδικότερα) (ιατρική) η δημιουργία κακοήθους όγκου από καλοήθη ή από φυσιολογικό ιστό
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξαλλαγή
|