καρκινοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καρκινοποίηση | οι | καρκινοποιήσεις |
γενική | της | καρκινοποίησης* | των | καρκινοποιήσεων |
αιτιατική | την | καρκινοποίηση | τις | καρκινοποιήσεις |
κλητική | καρκινοποίηση | καρκινοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καρκινοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρκινοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρκινοποίηση θηλυκό
- η ογκοποίηση, η εξαλλαγή
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρκινοποίηση
|