εξυπηρετούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksi.pi.ɾeˈtu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξυ‐πη‐ρε‐τού‐μαι
- ομόηχο: εξυπηρετούμε
Ρήμα
επεξεργασίαεξυπηρετούμαι, π.αόρ.: εξυπηρετήθηκα, μτχ.π.π.: εξυπηρετημένος, (ενεργ.: εξυπηρετώ)
- παθητική φωνή του ρήματος εξυπηρετώ → δείτε και την κλίση