Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοεξυπηρετούμαι < αυτοεξυπηρέτηση + -ούμαι (αναδρομικός σχηματισμός)

  Ρήμα επεξεργασία

αυτοεξυπηρετούμαι (αποθετικό)

  1. μπορώ και εξυπηρετώ εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου, χωρίς να περιμένω από άλλους (για άτομα με κινητικά ή άλλα προβλήματα)
  2. εξυπηρετούμαι στην αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών από μένα τον ίδιο κι όχι από υπαλλήλους της επιχείρησης

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία