waiting
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαwaiting (en) (χωρίς παραθετικά)
- η αναμονή
- ↪ I am tired of waiting.
- Με κούρασε η αναμονή.
- ↪ after an entire hour of waiting - ύστερα από αναμονή μιας ολόκληρης ώρας
- ↪ I am tired of waiting.
Παράγωγα
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαwaiting (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του wait
Πηγές
επεξεργασία- waiting - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 52. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναμονή