ενεστώτας wait up
γ΄ ενικό ενεστώτα waits up
αόριστος waited up
παθητική μετοχή waited up
ενεργητική μετοχή waiting up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
wait up < → δείτε τις λέξεις wait και up

wait up (en)

  1. (αμερικανικά αγγλικά) περιμένω, χρησιμοποιείται για να ζητήσει από κάποιον να σταματήσει ή να πάει πιο αργά
    ⮡  Wait up for me, because I can’t walk quickly.
    Περίμενέ με, γιατί δεν μπορώ να βαδίσω γρήγορα.
  2. περιμένω κάποιον να γυρίσει σπίτι το βράδυ πριν πάω για ύπνο
    ⮡  Don’t wait up for me tonight, I’ll be late.
    Μη με περιμένεις απόψε, θα αργήσω.