wait up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | wait up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | waits up |
αόριστος | waited up |
παθητική μετοχή | waited up |
ενεργητική μετοχή | waiting up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαwait up (en)
- (αμερικανικά αγγλικά) περιμένω, χρησιμοποιείται για να ζητήσει από κάποιον να σταματήσει ή να πάει πιο αργά
- ⮡ Wait up for me, because I can’t walk quickly.
- Περίμενέ με, γιατί δεν μπορώ να βαδίσω γρήγορα.
- ⮡ Wait up for me, because I can’t walk quickly.
- περιμένω κάποιον να γυρίσει σπίτι το βράδυ πριν πάω για ύπνο
- ⮡ Don’t wait up for me tonight, I’ll be late.
- Μη με περιμένεις απόψε, θα αργήσω.
- ⮡ Don’t wait up for me tonight, I’ll be late.
Πηγές
επεξεργασία- wait up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 686. ISBN 9780194325684., λήμμα: περιμένω