αγονία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγονία | οι | αγονίες |
γενική | της | αγονίας | των | αγονιών |
αιτιατική | την | αγονία | τις | αγονίες |
κλητική | αγονία | αγονίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγονία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγονία < ἄγονος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣoˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γο‐νί‐α
- ομόηχο: αγωνία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγονία θηλυκό
- η έλλειψη γονιμότητας