εναγωνίως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εναγωνίως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐναγωνίως < αρχαία ελληνική ἐναγώνιος. Συγχρονικά αναλύεται σε εναγώνι(ος) + -ως.
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.na.ɣoˈni.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐να‐γω‐νί‐ως
- τονικό παρώνυμο: εναγώνιος
Επίρρημα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- εναγώνιος (& εναγωνίως) - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας