• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εναγωνίως

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ἐναγωνίως

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Επίρρημα
    • 1.4 Πηγές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
εναγωνίως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐναγωνίως < αρχαία ελληνική ἐναγώνιος. Συγχρονικά αναλύεται σε εναγώνι(ος) + -ως.

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.na.ɣoˈni.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐να‐γω‐νί‐ως
τονικό παρώνυμο: εναγώνιος

Επίρρημα

επεξεργασία

εναγωνίως

  • με αγωνία
    ≈ συνώνυμα: αγωνιωδώς

Πηγές

επεξεργασία
  • εναγώνιος (& εναγωνίως) - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εναγωνίως&oldid=5577382"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Αυγούστου 2022, στις 23:52

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Αυγούστου 2022, στις 23:52.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας