ἐφιαλτικός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἐφιαλτικός < αρχαία ελληνική Ἐφιάλτης < ἐφιάλτης
Επίθετο επεξεργασία
ἐφιαλτικός
- (ελληνιστική κοινή) που υποφέρει από εφιάλτες
- (ελληνιστική κοινή) δαιμονικός
Πηγές επεξεργασία
- ἐφιαλτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.