ἐφιάλτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἐφιάλτης | οἱ | ἐφιάλται |
γενική | τοῦ | ἐφιάλτου | τῶν | ἐφιαλτῶν |
δοτική | τῷ | ἐφιάλτῃ | τοῖς | ἐφιάλταις |
αιτιατική | τὸν | ἐφιάλτην | τοὺς | ἐφιάλτᾱς |
κλητική ὦ! | ἐφιάλτᾰ | ἐφιάλται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐφιάλτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐφιάλταιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. Γνωστός ο τονισμός του πληθυντικού Ἐφιάλται. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐφιάλτης < → λείπει η ετυμολογία Πιθανώς < αιολικός τύπος ἐπιάλτης < ἐπί + ἅλλομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐφιάλτης αρσενικό
- (κυριολεκτικά) που πηδά πάνω σε κάποιον
- που πνίγει
- στομαχική πάθηση
- βραχνάς
- εφιάλτης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐφιάλτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.