ἐπιάλτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἐπιάλτης | οἱ | ἐπιάλται |
γενική | τοῦ | ἐπιάλτου | τῶν | ἐπιαλτῶν |
δοτική | τῷ | ἐπιάλτῃ | τοῖς | ἐπιάλταις |
αιτιατική | τὸν | ἐπιάλτην | τοὺς | ἐπιάλτᾱς |
κλητική ὦ! | ἐπιάλτᾰ | ἐπιάλται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιάλτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιάλταιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐπιάλτης αρσενικό