Ετυμολογία

επεξεργασία
καταχέζω < κατα- + χέζω

καταχέζω

  1. χέζω πολύ
  2. (μεταφορικά) βρίζω λέγοντας πολλές βρισιές

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία