• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ξεχέζω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ξεχέζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἐκχέζω < αρχαία ελληνική χέζω

  ΡήμαΕπεξεργασία

ξεχέζω (παθητική φωνή: ξεχέζομαι)

  • (μεταβατικό, οικείο, επιτατικό ρήμα) βρίζω με βαρείς χαρακτηρισμούς και πολλές φορές χυδαία
    ≈ συνώνυμα: βρίζω πατόκορφα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • ξέχεσμα
  • → δείτε τη λέξη χέζω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ξεχέζω
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ξεχέζω&oldid=5498151"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 22:31
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 22:31.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie