ξεχέζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ξεχέζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἐκχέζω < αρχαία ελληνική χέζω
Ρήμα
επεξεργασία
ξεχέζω (παθητική φωνή: ξεχέζομαι)
- (μεταβατικό, οικείο, επιτατικό ρήμα) βρίζω με βαρείς χαρακτηρισμούς και πολλές φορές χυδαία
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεχέζω
|