chier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαchier (fr)
Εκφράσεις
επεξεργασία- à chier: πανάσχημος / άθλιος
- ça chie pas: δεν έχει σημασία
- ça va chier / ça va chier des bulles: θα γίνει χαμός, θα πέσει ξύλο
- faire chier quelqu'un: πρήζω, ενοχλώ κάποιον
- en chier: ταλαιπωρούμαι
- envoyer chier quelqu'un: διαολοστέλνω κάποιον, τον ξαποστέλνω
- y a pas à chier: είναι « φως φανάρι », είναι προφανές / είναι αναπόφευκτο