Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλιοκατάσταση < παλιο- + κατάσταση

  Προφορά επεξεργασία

  Επιφώνημα επεξεργασία

παλιοκατάσταση θηλυκό

  • χάλι, χάλια μαύρα, άσχημη κατάσταση, που δεν εμπνέει αισιοδοξία
    Τι να πεις φίλε μου για τα χάλια μας...΄Αστα να πάνε... Παλιοκατάσταση!

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλιοκατάσταση (el)

  • δυσάρεστες συνθήκες ή συμβάν


  Μεταφράσεις επεξεργασία