αυτενεργώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααυτενεργώ
Συγγενικά
επεξεργασία- αυτενέργεια
- αυτενεργός
- → δείτε τις λέξεις αυτενέργητος, αυτός, ενεργώ και έργο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυτενεργώ | αυτενεργούσα | θα αυτενεργώ | να αυτενεργώ | αυτενεργώντας | |
β' ενικ. | αυτενεργείς | αυτενεργούσες | θα αυτενεργείς | να αυτενεργείς | (αυτενέργει) | |
γ' ενικ. | αυτενεργεί | αυτενεργούσε | θα αυτενεργεί | να αυτενεργεί | ||
α' πληθ. | αυτενεργούμε | αυτενεργούσαμε | θα αυτενεργούμε | να αυτενεργούμε | ||
β' πληθ. | αυτενεργείτε | αυτενεργούσατε | θα αυτενεργείτε | να αυτενεργείτε | αυτενεργείτε | |
γ' πληθ. | αυτενεργούν(ε) | αυτενεργούσαν(ε) | θα αυτενεργούν(ε) | να αυτενεργούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυτενέργησα | θα αυτενεργήσω | να αυτενεργήσω | αυτενεργήσει | ||
β' ενικ. | αυτενέργησες | θα αυτενεργήσεις | να αυτενεργήσεις | αυτενέργησε | ||
γ' ενικ. | αυτενέργησε | θα αυτενεργήσει | να αυτενεργήσει | |||
α' πληθ. | αυτενεργήσαμε | θα αυτενεργήσουμε | να αυτενεργήσουμε | |||
β' πληθ. | αυτενεργήσατε | θα αυτενεργήσετε | να αυτενεργήσετε | αυτενεργήστε | ||
γ' πληθ. | αυτενέργησαν αυτενεργήσαν(ε) |
θα αυτενεργήσουν(ε) | να αυτενεργήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αυτενεργήσει | είχα αυτενεργήσει | θα έχω αυτενεργήσει | να έχω αυτενεργήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αυτενεργήσει | είχες αυτενεργήσει | θα έχεις αυτενεργήσει | να έχεις αυτενεργήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αυτενεργήσει | είχε αυτενεργήσει | θα έχει αυτενεργήσει | να έχει αυτενεργήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αυτενεργήσει | είχαμε αυτενεργήσει | θα έχουμε αυτενεργήσει | να έχουμε αυτενεργήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αυτενεργήσει | είχατε αυτενεργήσει | θα έχετε αυτενεργήσει | να έχετε αυτενεργήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αυτενεργήσει | είχαν αυτενεργήσει | θα έχουν αυτενεργήσει | να έχουν αυτενεργήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτενεργώ