Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτενεργώ < αυτο- + ενεργώ

  Ρήμα επεξεργασία

αυτενεργώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία