αυτενέργεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτενέργεια | οι | αυτενέργειες |
γενική | της | αυτενέργειας | των | αυτενεργειών |
αιτιατική | την | αυτενέργεια | τις | αυτενέργειες |
κλητική | αυτενέργεια | αυτενέργειες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αυτενέργεια < (ελληνιστική κοινή) αὐτενέργεια < αρχαία ελληνική αὐτός + ἐνέργεια < ἔργον
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτενέργεια θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- αυτενεργός
- αυτενεργώ
- → δείτε τη λέξη αυτενέργητος
- → δείτε τις λέξεις αυτενεργώ, αυτός και έργο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτενέργεια