αντενέργεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αντενέργεια θηλυκό
- (λόγιο) ενέργεια με την οποία προσπαθούμε να εξουδετερώσουμε άλλη ενέργεια
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αντενεργώ
- αντενεργών
- → δείτε τις λέξεις αντί, ενεργώ και έργο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντενέργεια
|