Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενεργούμενο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐνεργούμενον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἐνεργούμενος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.neɾˈɣu.me.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐νερ‐γού‐με‐νο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενεργούμενο τα ενεργούμενα
      γενική του ενεργουμένου
ενεργούμενου
των ενεργουμένων
    αιτιατική το ενεργούμενο τα ενεργούμενα
     κλητική ενεργούμενο ενεργούμενα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ενεργούμενο ουδέτερο

  • πρόσωπο που δεν ενεργεί με δική του πρωτοβουλία, αλλά ακολουθεί τυφλά τις οδηγίες κάποιου άλλου
    ενεργούμενο του Διαβόλου: πρόσωπο που κατέχεται από δαιμονικές δυνάμεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

ενεργούμενο