ενεργούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενεργούμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐνεργούμενος, μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του αρχαίου ρήματος ἐνεργέω / ἐνεργῶ.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.neɾˈɣu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νερ‐γού‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαενεργούμενος, -η, -ο
- (λόγιο) μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ενεργώ
- ⮡ ο υπό των αρμοδίων οργάνων ενεργούμενος έλεγχος
- (παρωχημένο) → δείτε τη σημασία του ουδέτρου ενεργούμενο
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ενεργούμενος
|