Δείτε επίσης: ἐνεργούμενος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενεργούμενος η ενεργούμενη το ενεργούμενο
      γενική του ενεργούμενου της ενεργούμενης του ενεργούμενου
    αιτιατική τον ενεργούμενο την ενεργούμενη το ενεργούμενο
     κλητική ενεργούμενε ενεργούμενη ενεργούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενεργούμενοι οι ενεργούμενες τα ενεργούμενα
      γενική των ενεργούμενων των ενεργούμενων των ενεργούμενων
    αιτιατική τους ενεργούμενους τις ενεργούμενες τα ενεργούμενα
     κλητική ενεργούμενοι ενεργούμενες ενεργούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενεργούμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐνεργούμενος, μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του αρχαίου ρήματος ἐνεργέω / ἐνεργῶ.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.neɾˈɣu.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐νερ‐γού‐με‐νος


ενεργούμενος, -η, -ο

  1. (λόγιο) μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ενεργώ
    ⮡  ο υπό των αρμοδίων οργάνων ενεργούμενος έλεγχος
  2. (παρωχημένο) → δείτε τη σημασία του ουδέτρου ενεργούμενο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία