ενεργούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ενεργούμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐνεργούμενος, μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του αρχαίου ρήματος ἐνεργέω / ἐνεργῶ.
Προφορά
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
ενεργούμενος, -η, -ο
- (λόγιο) μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ενεργώ
- ⮡ ο υπό των αρμοδίων οργάνων ενεργούμενος έλεγχος
- (παρωχημένο) → δείτε τη σημασία του ουδέτρου ενεργούμενο
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενεργούμενος
|