διενέργεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- διά + εν + έργο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιενέργεια θηλυκό
- η εκτέλεση, η ενέργεια, η διεξαγωγή
- η διενέργεια εκλογών είναι απαραίτητη για την επαναδιατύπωση της εμπιστοσύνης του εκλογικού σώματος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διενέργεια