Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακτινενέργεια οι ακτινενέργειες
      γενική της ακτινενέργειας των ακτινενεργειών
    αιτιατική την ακτινενέργεια τις ακτινενέργειες
     κλητική ακτινενέργεια ακτινενέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακτινενέργεια < ακτιν- + ενέργεια, ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική radio-activité)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kti.neˈneɾ.ʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κτι‐νε‐νέρ‐γεια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακτινενέργεια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία