ακτινενέργεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακτινενέργεια < ακτιν- + ενέργεια, ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική radio-activité)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.kti.neˈneɾ.ʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κτι‐νε‐νέρ‐γεια
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακτινενέργεια θηλυκό
- (φυσική) η ραδιενέργεια, η εκπομπή ακτίνων (πχ. σωματιδίων άλφα) από πυρήνες ορισμένων ατόμων
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακτινενέργεια
→ δείτε τη λέξη ραδιενέργεια |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ακτινενέργεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας