Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενεργειακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενεργειακ
ός
η
ενεργειακ
ή
το
ενεργειακ
ό
γενική
του
ενεργειακ
ού
της
ενεργειακ
ής
του
ενεργειακ
ού
αιτιατική
τον
ενεργειακ
ό
την
ενεργειακ
ή
το
ενεργειακ
ό
κλητική
ενεργειακ
έ
ενεργειακ
ή
ενεργειακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενεργειακ
οί
οι
ενεργειακ
ές
τα
ενεργειακ
ά
γενική
των
ενεργειακ
ών
των
ενεργειακ
ών
των
ενεργειακ
ών
αιτιατική
τους
ενεργειακ
ούς
τις
ενεργειακ
ές
τα
ενεργειακ
ά
κλητική
ενεργειακ
οί
ενεργειακ
ές
ενεργειακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενεργειακός
<
ενέργει(α)
+
-ακός
Επίθετο
επεξεργασία
ενεργειακός, -ή, -ό
που σχετίζεται με την
ενέργεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενεργειακός
αγγλικά
:
energy
(en)
γαλλικά
:
énergétique
(fr)
γερμανικά
:
Energie-
(de)
,
energetisch
(de)