Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενεργειακός η ενεργειακή το ενεργειακό
      γενική του ενεργειακού της ενεργειακής του ενεργειακού
    αιτιατική τον ενεργειακό την ενεργειακή το ενεργειακό
     κλητική ενεργειακέ ενεργειακή ενεργειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενεργειακοί οι ενεργειακές τα ενεργειακά
      γενική των ενεργειακών των ενεργειακών των ενεργειακών
    αιτιατική τους ενεργειακούς τις ενεργειακές τα ενεργειακά
     κλητική ενεργειακοί ενεργειακές ενεργειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενεργειακός < ενέργει(α) + -ακός

  Επίθετο επεξεργασία

ενεργειακός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία