Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενεργειοκρατία οι ενεργειοκρατίες
      γενική της ενεργειοκρατίας των ενεργειοκρατιών
    αιτιατική την ενεργειοκρατία τις ενεργειοκρατίες
     κλητική ενεργειοκρατία ενεργειοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενεργειοκρατία < ενέργεια + -ο- + -κρατία (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική énergétisme < énergétique < αρχαία ελληνική ἐνεργητικός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενεργειοκρατία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία