Δείτε επίσης: ἀνένεργος, ἀνενεργής
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανενεργός η ανενεργός
ανενεργή
το ανενεργό
      γενική του ανενεργού της ανενεργού
ανενεργής
του ανενεργού
    αιτιατική τον ανενεργό την ανενεργό
ανενεργή
το ανενεργό
     κλητική ανενεργέ ανενεργέ
ανενεργή
ανενεργό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανενεργοί οι ανενεργοί
ανενεργές
τα ανενεργά
      γενική των ανενεργών των ανενεργών των ανενεργών
    αιτιατική τους ανενεργούς τις ανενεργούς
ανενεργές
τα ανενεργά
     κλητική ανενεργοί ανενεργοί
ανενεργές
ανενεργά
ομάδα '-ος -ος -ο & -η', Κατηγορία όπως «ενεργός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανενεργός < είτε (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνενεργ(ής) με μεταπλασμό σε -ός[1][2] είτε αν- στερητικό + ενεργός[3] (αρχαία ελληνική ἐνεργός)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ne.neɾˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐νερ‐γός

  Επίθετο

επεξεργασία

ανενεργός, -ός/ή, -ό

  • ο μη ενεργός, που ασκεί ένα επάγγελμα, αλλά έχει αναδουλειές ή ασθενεί και έτσι δεν παρουσιάζει δραστηριότητα επαγγελματική
    ⮡  Αν και είναι ανενεργός επιτηδευματίας, φορολογείται μόνον και μόνον επειδή δεν έχει "κλείσει" τα βιβλία του.
  • που δεν παρουσιάζει κινητικότητα, που έμμεσα μπορεί να θεωρείται σκόπιμα παθητικό, που κάποιος έχει την κτήση του αλλά δεν τον χρησιμοποιεί
    ⮡  ανενεργός λογαριασμός τράπεζας, ανενεργό ΑΦΜ

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ανενεργός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. «ενεργός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.