ανενεργός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανενεργός < μεσαιωνική ελληνική ἀνενεργός < α στερητικό και αρχαία ελληνική ἐνεργός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ανενεργός
- ο μη ενεργός, που ασκεί ένα επάγγελμα, αλλά έχει αναδουλειές ή ασθενεί και έτσι δεν παρουσιάζει δραστηριότητα επαγγελματική
- αν και είναι ανενεργός επιτηδευματίας, φορολογείται μόνον και μόνον επειδή δεν έχει "κλείσει" τα βιβλία του
- που δεν παρουσιάζει κινητικότητα, που έμμεσα μπορεί να θεωρείται σκόπιμα παθητικό, που κάποιος έχει την κτήση του αλλά δεν τον χρησιμοποιεί
- ανενεργός λογαριασμός τράπεζας, ανενεργό ΑΦΜ