ανενεργός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανενεργός < είτε (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνενεργ(ής) με μεταπλασμό σε -ός[1][2] είτε αν- στερητικό + ενεργός[3] (αρχαία ελληνική ἐνεργός)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ne.neɾˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐νερ‐γός
Επίθετο
επεξεργασίαανενεργός, -ός/ή, -ό
- ο μη ενεργός, που ασκεί ένα επάγγελμα, αλλά έχει αναδουλειές ή ασθενεί και έτσι δεν παρουσιάζει δραστηριότητα επαγγελματική
- ⮡ Αν και είναι ανενεργός επιτηδευματίας, φορολογείται μόνον και μόνον επειδή δεν έχει "κλείσει" τα βιβλία του.
- που δεν παρουσιάζει κινητικότητα, που έμμεσα μπορεί να θεωρείται σκόπιμα παθητικό, που κάποιος έχει την κτήση του αλλά δεν τον χρησιμοποιεί
- ⮡ ανενεργός λογαριασμός τράπεζας, ανενεργό ΑΦΜ
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ανενεργός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ «ενεργός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.