Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναδουλειά οι αναδουλειές
      γενική της αναδουλειάς των αναδουλειών
    αιτιατική την αναδουλειά τις αναδουλειές
     κλητική αναδουλειά αναδουλειές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναδουλειά < ανα- από το στερητικό α- + δουλειά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.na.ðuˈʎa/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναδουλειά θηλυκό

  • η έλλειψη δουλειάς, κυρίως για έναν επαγγελματία ή ένα κατάστημα
    ※  «Αναδουλειές» στο αρχαιότερο επάγγελμα. Κρίση πλήττει τη βιομηχανία του σεξ στην Τσεχία (τίτλος άρθρου της εφημερίδας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 10 Δεκεμβρίου 2008)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία