Δείτε επίσης: ενεργός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐνεργός < ἐν- + ἔργ(ον) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

ἐνεργός, -ός, -όν, συγκριτικός: ἐνεργότερος, υπερθετικός:  ἐνεργότατος

  1. ενεργός, απασχολημένος, δραστήριος
  2. ικανός, αποτελεσματικός
  3. (για έδαφος) εύφορος, γόνιμος
     συνώνυμα: ἐνεργής
     αντώνυμα: ἀργός

Παράγωγα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ἔργον

  Πηγές επεξεργασία