Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απασχολημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απασχολημέν
ος
η
απασχολημέν
η
το
απασχολημέν
ο
γενική
του
απασχολημέν
ου
της
απασχολημέν
ης
του
απασχολημέν
ου
αιτιατική
τον
απασχολημέν
ο
την
απασχολημέν
η
το
απασχολημέν
ο
κλητική
απασχολημέν
ε
απασχολημέν
η
απασχολημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απασχολημέν
οι
οι
απασχολημέν
ες
τα
απασχολημέν
α
γενική
των
απασχολημέν
ων
των
απασχολημέν
ων
των
απασχολημέν
ων
αιτιατική
τους
απασχολημέν
ους
τις
απασχολημέν
ες
τα
απασχολημέν
α
κλητική
απασχολημέν
οι
απασχολημέν
ες
απασχολημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απασχολημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
απασχολώ
Μετοχή
επεξεργασία
απασχολημένος -η -ο
και
απησχολημένος
→
δείτε
τη λέξη
απασχολώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απασχολημένος
αγγλικά
:
busy
(en)
γαλλικά
:
occupé
(fr)
γερμανικά
:
beschäftigt
(de)