Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απησχολημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἀπησχολημένος
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απησχολημέν
ος
η
απησχολημέν
η
το
απησχολημέν
ο
γενική
του
απησχολημέν
ου
της
απησχολημέν
ης
του
απησχολημέν
ου
αιτιατική
τον
απησχολημέν
ο
την
απησχολημέν
η
το
απησχολημέν
ο
κλητική
απησχολημέν
ε
απησχολημέν
η
απησχολημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απησχολημέν
οι
οι
απησχολημέν
ες
τα
απησχολημέν
α
γενική
των
απησχολημέν
ων
των
απησχολημέν
ων
των
απησχολημέν
ων
αιτιατική
τους
απησχολημέν
ους
τις
απησχολημέν
ες
τα
απησχολημέν
α
κλητική
απησχολημέν
οι
απησχολημέν
ες
απησχολημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
απησχολημένος -η -ο
απασχολημένος
,
μονοτονική γραφή
του
ἀπησχολημένος
, -η, -ον (
καθαρεύουσα
)