δύεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδύεις
- β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδύεις
- β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δύω