Δείτε επίσης: δῃῶ, δύο, δύω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δηώ < αρχαία ελληνική → δείτε τη λέξη  δῃόω / δηϊόω / δῃῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðiˈo/

  Μεταγραφή επεξεργασία

δηώ

μονοτονική γραφή του δῃῶ όπως στα αρχαία ελληνικά ή την καθαρεύουσα

Κλίση επεξεργασία

  • (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση), (π.χ. σε μονοτονικό: οριστική ενεστώτα: δηώ, δηοίς, δηοί, δηούμε, δηούτε, δηούν / δηούσι)

  Πηγές επεξεργασία

  • «δηώνω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)