διπλάσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
διπλάσιος, -α, -ο
- (αναλογικό αριθμητικό) που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάτι άλλο
διπλάσιος, -α, -ο