Δείτε επίσης: διήμερος

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διήμερο τα διήμερα
      γενική του διήμερου των διήμερων
    αιτιατική το διήμερο τα διήμερα
     κλητική διήμερο διήμερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διήμερο < δι- + ημερ- (< ημέρα)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ðiˈi.me.ɾo/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

διήμερο ουδέτερο

  • η χρονική περίοδος που διαρκεί δύο ημέρες
    θα περάσομε ένα διήμερο μακριά από την πόλη

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία