συγκριτικοί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siŋ.ɡɾi.tiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐γκρι‐τι‐κοί
- παλιότερος συλλαβισμός : συγ‐κρι‐τι‐κοί
- ομόηχα: συγκριτική, συγκριτικοί, συγκρητική, συγκρητικοί
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασυγκριτικοί
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού, αρσενικού γένους του συγκριτικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασυγκριτικοί
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού, αρσενικού γένους του συγκριτικός