Ετυμολογία

επεξεργασία
qualificateur < μεσαιωνική λατινική qualificator < qualificare

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
qualificateur qualificateurs

qualificateur (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία