qualifiant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- qualifiant < qualifier
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | qualifiant | qualifiants |
θηλυκό | qualifiante | qualifiantes |
qualifiant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | qualifiant | qualifiants |
θηλυκό | qualifiante | qualifiantes |
qualifiant (fr)