qualifié
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | qualifié | qualifiés |
θηλυκό | qualifiée | qualifiées |
Επίθετο
επεξεργασίαqualifié (fr)
- έγκυρος, ενδεδειγμένος, έμπειρος
- ειδικευμένος
- Ouvrier qualifié. Ειδικευμένος εργάτης.
- ≈ συνώνυμα: averti, adroit, confirmé, expérimenté
- Ouvrier qualifié. Ειδικευμένος εργάτης.
- (στον αθλητισμό) αυτός που προκρίθηκε