compétent
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | compétent | compétents |
θηλυκό | compétente | compétentes |
compétent (fr)
Δείτε επίσης : competent |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | compétent | compétents |
θηλυκό | compétente | compétentes |
compétent (fr)