qualificatif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | qualificatif | qualificatifs |
θηλυκό | qualificative | qualificatives |
qualificatif (fr)
- που εκφράζει την ποιότητα
- (γραμματική) Adjectif qualificatif. Κοσμητικό επίθετο.
- L'adjectif peut être attribut ou épithète. (Διαφορετικές ονομασίες ανάλογα με τη σύνταξη του επιθέτου.)
- (αθλητισμός) προκριματικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
qualificatif | qualificatifs |
qualificatif (fr)