appropprié
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | appropprié | approppriés |
θηλυκό | approppriée | approppriées |
Επίθετο επεξεργασία
appropprié (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | appropprié | approppriés |
θηλυκό | approppriée | approppriées |
appropprié (fr)