αναλογιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναλογιστικός < αρχαία ελληνική ἀναλογιστικός
Επίθετο επεξεργασία
αναλογιστικός
- (οικονομία) που έχει σχέση με τον αναλογιστή ή τον αναλογισμό, αναφέρεται σ’ αυτά ή γίνεται με αναλογισμό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αναλογισμός, ανά και λόγος