αναλογιστικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναλογιστικά < αναλογιστικός + -α
Επίρρημα επεξεργασία
αναλογιστικά
- με αναλογιστικό τρόπο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αναλογισμός, ανά και λόγος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναλογιστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αναλογιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναλογιστικό