Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πειθάρχηση
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πειθάρχησ
η
οι
πειθαρχήσ
εις
γενική
της
πειθάρχησ
ης
&
πειθαρχήσ
εως
των
πειθαρχήσ
εων
αιτιατική
την
πειθάρχησ
η
τις
πειθαρχήσ
εις
κλητική
πειθάρχησ
η
πειθαρχήσ
εις
όπως «
δύναμη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
πειθάρχηση
<
→ λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
πειθάρχηση
θηλυκό
η πράξη ή το αποτέλεσμα του
πειθαρχώ
→
δείτε
τη λέξη
πειθαρχία
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
πειθάρχηση