• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

πειθάρχηση

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πειθάρχηση οι πειθαρχήσεις
      γενική της πειθάρχησης
& πειθαρχήσεως
των πειθαρχήσεων
    αιτιατική την πειθάρχηση τις πειθαρχήσεις
     κλητική πειθάρχηση πειθαρχήσεις
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πειθάρχηση < → λείπει η ετυμολογία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πειθάρχηση θηλυκό

  • η πράξη ή το αποτέλεσμα του πειθαρχώ
    → δείτε τη λέξη πειθαρχία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    πειθάρχηση
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πειθάρχηση&oldid=4880298"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Νοεμβρίου 2020, στις 11:44

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Νοεμβρίου 2020, στις 11:44.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie