→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔλεγχος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἔλεγχος αρσενικό

  1. η κατά αντιπαράσταση εξέταση αντιδίκου, αποδεικτικό μέσο, δοκιμασία, σχολαστική έρευνα
    ※  5ος αιώνας πκε, Σοφοκλής, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, 1295-1297
    ἀνθ᾽ ὧν μ᾽ Ἐτεοκλῆς, ὢν φύσει νεώτερος, | γῆς ἐξέωσεν, οὔτε νικήσας λόγῳ | οὔτ᾽ εἰς ἔλεγχον χειρὸς οὐδ᾽ ἔργου μολών,
    Αλλ᾽ αντ᾽ αυτού, ο Ετεοκλής, νεότερος και δευτερότοκος, | με πέταξε έξω από τη χώρα, χωρίς επιχειρήματα, | ούτε επειδή αποδείχτηκε στη μεταξύ μας σύγκρουση πιο δυνατός,
    Μετάφραση (2004): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
    ※  4ος αιώνας πκε Δημοσθένης, Κατὰ Εὐέργου καὶ Μνησιβούλου Ψευδομαρτυριῶν, 16
    ἐπειδὴ τοίνυν σοι τότε οὐ παρῆν ἡ ἄνθρωπος, ἀλλὰ πρότερον ἐσημάνθησαν οἱ ἐχῖνοι, ὕστερον ἔστιν ὅπου ἤγαγες τὴν ἄνθρωπον εἰς τὴν ἀγορὰν ἢ εἰς τὸ δικαστήριον εἰ γὰρ μὴ τότε σοι παρεγένετο, ὕστερον δήπου ἔδει παραδιδόναι, καὶ μάρτυρας ποιεῖσθαι ὡς ἐθέλεις ἐν τῇ ἀνθρώπῳ τὸν ἔλεγχον γίγνεσθαι, καθάπερ προὐκαλέσω, προκλήσεώς τε ἐμβεβλημένης σοι καὶ μαρτυρίας ὡς ἤθελες παραδιδόναι τὴν ἄνθρωπον.
  2. κατάλογος, ευρετήριο

ἔλεγχος ουδέτερο


Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ἐλέγχω για περισσότερα παράγωγα