Δείτε επίσης: μόλων, μώλων, Μώλων

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μολών μολοῦσ τὸ μολόν
      γενική τοῦ μολόντος τῆς μολούσης τοῦ μολόντος
      δοτική τῷ μολόντ τῇ μολούσ τῷ μολόντ
    αιτιατική τὸν μολόντ τὴν μολούσᾰν τὸ μολόν
     κλητική ! μολών μολοῦσ μολόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μολόντες αἱ μολοῦσαι τὰ μολόντ
      γενική τῶν μολόντων τῶν μολουσῶν τῶν μολόντων
      δοτική τοῖς μολοῦσῐ(ν) ταῖς μολούσαις τοῖς μολοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς μολόντᾰς τὰς μολούσᾱς τὰ μολόντ
     κλητική ! μολόντες μολοῦσαι μολόντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μολόντε τὼ μολούσ τὼ μολόντε
      γεν-δοτ τοῖν μολόντοιν τοῖν μολούσαιν τοῖν μολόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'φυγών' όπως «φυγών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

μολών

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία