provo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | provo | provoj |
αιτιατική | provon | provojn |
provo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | provo | provoj |
αιτιατική | provon | provojn |
provo (eo)